στρας

στρας
το, Ν
ποικιλία υάλου, πλούσια σε μόλυβδο, η οποία είτε χρωματίζεται με τη βοήθεια μεταλλικών οξειδίων για να χρησιμοποιηθεί ως απομίμηση διαφόρων πολύτιμων λίθων είτε λαξεύεται σε πέρλες για τη διακόσμηση ενδυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < stras, διεθνής όρος που οφείλεται στο όνομα τού εφευρέτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”